Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἰς τὴν πατρίδα

См. также в других словарях:

  • πατρίδα — η / πατρίς, ίδος, ΝΜΑ 1. η γη τών πατέρων, τών προγόνων, ο τόπος τής γέννησης, τής καταγωγής κάποιου («ἐμοὶ δὲ γῆ μὲν πατρὶς οὐκ ἀνώνυμος, Σπάρτη», Αριστοφ.) 2. (με στενότερη έννοια) η πόλη ή το χωριό όπου γεννήθηκε κανείς και διαμένει κανονικά… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …   Dictionary of Greek

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • Codex Sinaiticus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 01 Book of Esther …   Wikipedia

  • εναλλαγή — Ανταλλαγή γενετικού υλικού ανάμεσα σε ζεύγη χρωμοσωμάτων που προέρχονται από τους δύο γονείς ενός ατόμου, στη διάρκεια του σχηματισμού του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου. * * * η (AM ἐναλλαγή) 1. αμοιβαία αλλαγή, εκ περιτροπής διαδοχή, διαδοχική… …   Dictionary of Greek

  • отьчьство — ОТЬЧЬСТВ|О (107), А с. 1.Родина, отечество: не прѣстаита молѧщасѧ. за отьчьство ваю. Стих 1156–1163, 100; семѹ ѹбо великомѹ ѡц҃ю. ѡч҃ьство ѹбо. великоименитыи сь кост˫антинь градъ. (πατρίς) ЖФСт к. XII, 36; о блажена˫а страстотьрпьца хр(с)ва не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • EPIBATERION — carminis genus, Apobaterio oppositum. Cum enim quis (de illustribus Viris dico) longam post peregrinationem, aut diuturno postliminio in patriam reversus esset, certâ die civibus eonvocatis aut habebat orationem, aut canebat carmen, quo, post… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εφάμιλλος — η, ο (ΑΜ ἐφάμιλλος, ον) άξιος να έλθει σε άμιλλα με άλλον, να παραβληθεί με κάποιον ή με κάτι, ισάξιος (α. «τα ελληνικά υφάσματα είναι εφάμιλλα τών ευρωπαϊκών» β. «τῶν πιστῶν ὑπογραμμός, τῶν μαρτύρων ἐφάμιλλος», Μηναί. γ. «ἀρχή ἐφάμιλλος ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… …   Dictionary of Greek

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»